Η οργάνωση και λειτουργία του τομέα των δημοσίων συμβάσεων αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους δείκτες αποτελεσματικότητας και χρηστής διαχείρισης του δημόσιου χρήματος. Το μεγάλο ύψος των δημοσίων δαπανών για δημόσιες συμβάσεις, ως ποσοστό στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (περίπου 20% ετησίως στις χώρες μέλη της Ε.Ε.), καθιστά τον τομέα αυτό έναν από τους βασικούς πυλώνες για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες που επί χρόνια ενδημεί στους κόλπους της ελληνικής δημόσιας διοίκησης είναι η αναποτελεσματική διαχείριση του δημόσιου χρήματος κατά τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων προμηθειών, υπηρεσιών και έργων. Το γεγονός ότι οι δημόσιες συμβάσεις αποτελούν σημαντικό μέρος του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα δημιουργίας μίας ανεξάρτητης αρχής, η οποία εξοπλισμένη με τα εχέγγυα της λειτουργικής ανεξαρτησίας και της μη υπαγωγής στην ιεραρχία του κρατικού μηχανισμού, μπορεί να αποτελέσει τον αξιόπιστο θεματοφύλακα της νομιμότητας και εγγυητή της ορθολογικής αξιοποίησης των δημόσιων πόρων. Η ένταξη της σύστασης, συγκρότησης και λειτουργίας της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων στις υποχρεώσεις της χώρας που απορρέουν από το Μνημόνιο, αντανακλά ακριβώς την πολιτική προτεραιότητα και στρατηγική στόχευση που αποδίδεται σε αυτήν.